Δημήτρης Κοντολάζος
Ο Δημήτρης Κοντολάζος γεννήθηκε στην Πυλαία Θεσσαλονίκης στις 11 Ιουνίου 1952. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1973 με το τραγούδι “O Μπαρμπαλιάς”, σε στίχους Δημήτρη Καραστάθη και μουσική Πέτρου Ζέρβα, που κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, σημείωσε επιτυχία στη δεκαετία του ’80 με συνθέσεις των Αλέκου Χρυσοβέργη, Τάκη Σούκα, Σπύρου Γιατρά, Τάκη Μουσαφίρη, Νίκου Καρβέλα ,Μιχάλη Ρακιντζή και άλλων, ενώ πρόσφατα επανήλθε δισκογραφικά με ένα νέο δίσκο που περιέχει δέκα τραγούδια του Σταμάτη Γονίδη και 45 live επιτυχίες.
Γνωστά του τραγούδια: “Όλα τα ‘Δωσα για Σένα” σε μουσική Αλέκου Χρυσοβέργη και στίχους Σπύρου Γιατρά
“Μια Ιστορία” σε μουσική Τάκη Σούκα και στίχους Ηρακλή Παπασιδέρη
“Αν μ’ Αγαπούσες Λίγο” σε μουσική Τάκη Σούκα και στίχους Νίκου Λουκά
“Άγνωστε φίλε”, σε στίχους και μουσική Τάκη Μουσαφίρη
“Αν το λες αυτό αγάπη”, σε στίχους Σπύρου Γιατρα και μουσική Αλέκου Χρυσοβέργη
2002 Δημήτρης Κοντολάζος – “Όλα έξω” (σε μουσική και στίχους Μιχάλη Ρακιντζή)
ενώ κάτι σχετικά άγνωστο, είναι ότι έκανε την πρώτη εκτέλεση του “Δεν σου κάνω τον Άγιο”, το 1994, που έγινε επιτυχία το 2010, από τη Γωγώ Τσαμπά.
και πολλά άλλα.
Πηγή:wikipedia
Ρίτα Σακελλαρίου
Η Ρίτα Σακελλαρίου γεννήθηκε στο Χαμέζι Λασιθίου στις 22 Νοεμβρίου του 1934. Έχασε τον πατέρα της στον εμφύλιο και παντρεύτηκε από ανάγκη, σε ηλικία 14 ετών. Από αυτό το γάμο απέκτησε δύο παιδιά και όταν χώρισε έπιασε δουλειά ως εργάτρια στα Λιπάσματα, στου Παπαστράτου, ακόμα και στη χωματερή.
Ως τραγουδίστρια πρωτοεμφανίστηκε στο Μύλο, στο Πέραμα. Εκεί την ανακάλυψε ο Στέλιος Χρυσίνης που της έδωσε τα πρώτα της τραγούδια. Έπειτα βρέθηκε στο Φαληρικό, στις Τζιτζιφιές, να κάνει σεγκόντα στον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου, με τους οποίους συνεργάστηκε οχτώ χρόνια και λίγο αργότερα έγινε «πρώτο όνομα» στην Τριάνα του Χειλά με το τραγούδι Ιστορία μου, αμαρτία μου.Το κομμάτι «Κάθε ηλιοβασίλεμα» που της έγραψε το δίδυμο Γιώργος Μανισαλής – Κώστας Ψυχογιός γίνεται μεγάλη επιτυχία της χρονιάς του 1970 και δίνει τον τίτλο στον πρώτο της προσωπικό δίσκο.Ο τρίτος της προσωπικός δίσκος με τον τίτλο «Ιστορία μου…» κυκλοφόρησε τέλη του 1972 και σάρωσε κυριολεκτικά την Ελλάδα και όχι μόνο. Το τραγούδι αυτό συμπεριλήφθηκε στο σάουντρακ της θρυλικής ταινίας τρόμου «Ο Εξορκιστής» (1973) του Γουίλιαμ Φρίντκιν. Το 1993 δηλώνει το ανεπανάληπτο «Εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο» που της δίνουν ο συνθέτης Νίκος Τερζής και ο στιχουργός Γιώργος Παυριανός. Τον Αύγουστο του 1998 ένας πόνος στην πλάτη την στέλνει για εξετάσεις και εκεί διαπιστώνεται ο καρκίνος. Ξεκινά αμέσως χημειοθεραπείες, χάνει τα μαλλιά της κι όμως εκείνη δεν το βάζει κάτω. Φοράει περούκα και αναχωρεί για περιοδεία στην Αυστραλία. Με τον γυρισμό της από την Αυστραλία μπαίνει στο νοσοκομείο. Η Ρίτα Σακελλαρίου πεθαίνει στις 6 Αυγούστου του 1999 σε ηλικία 64 ετών. Το βράδυ πριν πεθάνει, ζήτησε από το Λάκη Κορρέ, να της βάψει τα νύχια στο δεξί της χέρι. Σαν να μην την αφορούσε ο θάνατος, σαν να μην τον φοβόταν. Τελευταία φράση της ήταν, «Αχ, Λάκη, κι είχα τόσα ακόμη να κάνω!» Έφυγε από τη ζωή στις 6 Αυγούστου του 1999, από καρκίνο. Τάφηκε παρουσία πλήθους κόσμου στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.
Πηγή:wikipedia
Μιχάλης Μενιδιάτης
Ο Μιχάλης Μενιδιάτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μενίδι και ήταν γιος ενός πολύτεκνου φύλακα στη Λαχαναγορά της Αθήνας. Από νεαρή ηλικία άρχισε να παίζει μπουζούκι παρασυρόμενος από ακούσματα κάποιου νυκτερινού κέντρου της Αθήνας. Πρωτοεμφανίστηκε σε λαϊκό πάλκο το 1953 στο κέντρο «Δροσιά» του Δημήτρη Γκίκα στο Μενίδι, όπου εμφανίζονταν και οι Μιχάλης Δασκαλάκης, Τάκης Μπίνης, Γιώργος Λαύκας και Γεράσιμος Κλουβάτος.
Το 1957 ξεκίνησε τη δισκογραφία του με το «Θα χτίσω μια καλύβα» του Γερ. Κουβάτου. Καθιερώθηκε και αναγνωρίστηκε ιδιαίτερα με συνθέσεις του Απ. Καλδάρα, όπως «Μην περιμένεις πια», «Περιφρόνα με, γλυκιά μου», «Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις», «Πετραδάκι-πετραδάκι» κ.ά. Συνεργάστηκε επίσης και με άλλα σημαντικά ονόματα του τραγουδιού, όπως ο Γεράσιμος Κλουβάτος, ο Βασίλης Βασιλειάδης, ο Άκης Πάνου κ.ά.. Παράλληλα το υψηλό παράστημά του, η αρρενωπή όψη του αλλά και η σοβαρότητά του δεν άργησαν να τον καταστήσουν είδωλο της εποχής, γεγονός που τον βοήθησε ιδιαίτερα να αναδειχθεί σ΄ έναν από τους πλέον επιτυχημένους επιχειρηματίες της νυκτερινής διασκέδασης, όταν το 1964 αποφάσισε μαζί με τον αδελφό του Κοσμά Καλογράνη να δημιουργήσουν νυκτερινό κέτρο. Υπήρξε ο δημιουργός και ιδιοκτήτης του Κέντρου “Φαντασία” που κατέστη αφενός σύμβολο της Αθηναϊκής νύκτας, (σ΄ αυτό αναδείχθηκε η λαογραφική συνήθεια του “σπάσιμου των πιάτων”) και αφετέρου κέντρο ανάδειξης νέων καλλιτεχνών, όπως η Δούκισσα, Γ. Πουλόπουλος, Τ. Βοσκόπουλος, Γιάννης Καλατζής κ.ά. αλλά και συμπαράστασης παλαιοτέρων καλλιτεχνών σε δύσκολες στιγμές τους όπως Γ. Ζαμπέτα κ.ά.. Ο Μιχάλης Μενιδιάτης προσηνής και ευγενικός κατάφερε παρά τους έντονους πειρασμούς γενικά του χώρου της νυκτερινής καλλιτεχνικής ζωής να δημιουργήσει και να διατηρήσει μια πολύ καλή οικογένεια χωρίς ποτέ να δώσει αφορμές για δυσμενή σχόλια. Φορώντας, σχεδόν πάντα, μεγάλα σκούρα γυαλιά ηλίου και οδηγώντας ο ίδιος το αυτοκίνητό του επισκεπτόταν τακτικά διάφορα κουτούκια του Πειραιά, του Αιγάλεω, του Φαλήρου κ.λπ. στα οποία και έριχνε μερικές βόλτες σμυρναίικου ζεϊμπέκικου. Ο Μιχάλης Μενιδιάτης πέθανε σε ηλικία 80 ετών, στις 21 Αυγούστου 2012 από καρκίνο.
Πηγή :wikipedia
Πίτσα Παπαδοπούλου
Η Πίτσα Παπαδοπούλου έχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη με καταγωγή από τον Πόντο της Μικράς Ασίας με τους γονείς της να έρχονται πρόσφυγες στην Ελλάδα το 1922. Η οικογένειά της έφυγε από τη Θεσσαλονίκη το 1967 και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, καθώς ο μεγαλύτερος της αδερφός της (και πατέρας τής επίσης τραγουδίστριας Λένας Παπαδοπούλου) ήθελε να δοκιμάσει την τύχη του στο τραγούδι.
Στην Αθήνα ο αδερφός της Πίτσας γνώρισε τον μαέστρο Στέλιο Χρυσίνη, ο οποίος συνεργαζόταν με τον Στράτο Παγιουμτζή, όπου και αυτός με την σειρά του τον σύστησε στον Γιώργο Ζαμπέτα.Την δεκαετία του 1970 άρχισε να συνεργάζεται στα νυχτερινά κέντρα με μεγάλα ονόματα της εποχής όπως ο Τόλης Βοσκόπουλος, η Βίκυ Μοσχολιού, η Πόλυ Πάνου, η Τζένη Βάνου και η Ρίτα Σακελλαρίου. Η πρώτη της δισκογραφική επιτυχία ήρθε το 1980 με το Album «Τι αγάπη Θεέ μου» και πούλησε περισσότερα από 60.000 αντίτυπα, ενώ η γνωριμία και συνεργασία της με τον συνθέτη Τάκη Μουσαφίρη στις αρχές τις δεκαετίας του 1980 αποτέλεσε σημαντικό βήμα για την καθιέρωση της στην μουσική βιομηχανία, κάνοντας μεταξύ άλλων και την μεγάλη επιτυχία «Θα Τα Βροντήξω» (1983). Το 1987 συνεργάστηκε με τον Αντώνη Βαρδή στον δίσκο «Άνευ Όρων» ο οποίος περιείχε και την μεγάλη της επιτυχία «Μη Μιλάς» σε στίχους του Γιάννη Πάριου. Στις μεγάλες επιτυχίες της συγκαταλέγονται επίσης και τα τραγούδια: «Θυσιάστηκα» (1984) σε στίχους Χάρη Ροδίτη και μουσική Αντώνη Ρεπάνη, «Γκρέμισ’ τα» (1986) σε στίχους Λάκη Τσώλη και μουσική Κώστα Σούκα και «Θα κάνω ό,τι μου αρέσει» (1990) σε στίχους Ανδρέα Σπυρόπουλου και μουσική Παναγιώτη Στεργίου.
Πηγή:wikipedia
Δημήτρης Μητροπάνος
Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στην Αγία Μονή, μια συνοικία των Τρικάλων από την οποία καταγόταν η μητέρα του στις 2 Απριλίου του 1948. Μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29 του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον Εμφύλιο Πόλεμο, όταν ήρθε ένα γράμμα το οποίο έλεγε πως ζει στην Ρουμανία. Ο πατέρας του καταγόταν από ένα χωριό της Καρδίτσας, το Καππά. Από μικρός δούλευε τα καλοκαίρια για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του. Πρώτα ως σερβιτόρος στην ταβέρνα του θείου του και ύστερα στις κορδέλες κοπής ξύλων. Μετά την τρίτη γυμνασίου, το 1964, μετέβη στην Αθήνα να ζήσει με τον θείο του στην οδό Αχαρνών. Προτού τελειώσει το γυμνάσιο, άρχισε να εργάζεται ως τραγουδιστής. Χαρακτηριστικά τον φώναζαν από μικρό “βλαχάκι”, λόγω και της καταγωγής του από την Θεσσαλία.
Παράλληλα, οργανώθηκε στη Νεολαία των Λαμπράκηδων, καθώς είχε ήδη πολιτικοποιηθεί από νωρίς, δεχόμενος μάλιστα απειλές ότι δε θα τον άφηναν να σπουδάσει λόγω των αριστερών του καταβολών. Στην ίδια ηλικία, έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο γνώρισε σε μία συγκέντρωση της εταιρίας του θείου του στην οποία τραγούδησε, επισκέφτηκε την «Κολούμπια». Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος του γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα στον οποίο θα δουλέψει στα «Ξημερώματα». Τον Ζαμπέτα τον μνημονεύει ως μεγάλο του δάσκαλο και δεύτερο πατέρα. Όπως έχει δηλώσει, «ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα». Το 1966 ο Μητροπάνος συναντάται, τυχαία, για πρώτη φόρα με τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύει, στη θέση άλλου καλλιτέχνη που τότε ασθενούσε, μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί» σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και την Κύπρο. Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι «Θεσσαλονίκη». Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού «Χαμένη Πασχαλιά»,(Κουμπής μουσική – Ιατρόπουλος στίχοι) το οποίο όμως λογοκρίθηκε από τη Χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Σημαντική ήταν η συνεργασία του με τη δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΟΣ-ΕΜΙ, με την οποία έκανε μια δεύτερη μεγάλη καριέρα. Στην πορεία που χάραξε στο δρόμο του λαϊκού έντεχνου, το 1972 υπήρξε ένας σημαντικός σταθμός: ο συνθέτης Δήμος Μούτσης και ο ποιητής-στιχουργός Μάνος Ελευθερίου κυκλοφορούν τον «Άγιο Φεβρουάριο», με ερμηνευτές τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα, σηματοδοτώντας ένα σταθμό στην ελληνική μουσική. Τον Ιούλιο του 1999, ο Μητροπάνος και ο Μούτσης θα ξαναβρεθούν επί σκηνής στο Ηρώδειο με την Δήμητρα Γαλάνη και την σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου για δυο μουσικές βραδιές στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι συναυλίες αυτές ηχογραφούνται ζωντανά και κυκλοφορούν σε διπλό CD δύο μήνες αργότερα. Ακολουθούν «Ο Δρόμος για τα Κύθηρα» του Γιώργου Κατσαρού και «Τα Συναξάρια» του Γιώργου Χατζηνάσιου, έργα υψηλής ποιότητας αλλά και μεγάλης απήχησης στην ελληνική κοινωνία. Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Λάκης Παπαδόπουλος, Μάριος Τόκας, Σπύρος Παπαβασιλείου, Τάκης Μουσαφίρης («Εμείς Οι Δυο» κ.α.), Χρήστος Νικολόπουλος («Πάρε Αποφάσεις» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου), Γιάννης Σπανός («Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό») ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, χτίζοντας μια καριέρα συνυφασμένη με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Τελευταίες δισκογραφικές δουλειές του Δημήτρη Μητροπάνου, ήταν η ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας του στο Ηρώδειο (Σεπτέμβριος 2009), αποτελούμενη από 2 CD με τον τίτλο «Τα Τραγούδια Της Ζωής Μου», και ο δίσκος «Εδώ Είμαστε» με τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη σε στίχους του ίδιου, της Λίνας Νικολακοπούλου, του Μάνου Ελευθερίου, του Λάκη Λαζόπουλου και ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά. Τον Ιούνιο του 2012 κυκλοφορεί το άλμπουμ-αφιέρωμα στο συνθέτη Μάριο Τόκα με τίτλο «Ήλιος Κόκκινος», στο οποίο συμμετέχει μεταξύ άλλων ο Δημήτρης Μητροπάνος με τρία τραγούδια («Της Μοναξιάς Οι Σκλάβοι», «Γράψε Μου Κάτι», «Υπάρχουν Κάτι Μελωδίες»). Τα τραγούδια αυτά σε μουσική του Τόκα είναι και τα τελευταία που ηχογράφησε ο Δημήτρης Μητροπάνος και μάλιστα λίγες μέρες πριν το θάνατό του. Μεγάλες, διαχρονικές του επιτυχίες ήταν τα τραγούδια «Σ’ Αναζητώ Στη Σαλονίκη», «Πάντα Γελαστοί», «Ρόζα», «Τα Λαδάδικα». Υπήρξε φίλαθλος του ΟΣΦΠ, διατηρώντας άριστες σχέσεις με τους φιλάθλους όλων των ομάδων. Σε όλα τα χρόνια της μεγάλης του πορείας στο Ελληνικό τραγούδι ο κορυφαίος τραγουδιστής πραγματοποίησε πολυάριθμες περιοδείες στις ΗΠΑ, σε χώρες της Ασίας, στη Νότιο Αφρική, τη Σουηδία, την Γερμανία, τη Ρωσία και σε πολλές ακόμα χώρες, με μεγάλη επιτυχία. Ήταν παντρεμένος με τη Βένια Μητροπάνου, με την οποία απέκτησε δυο κόρες.
Πηγή:wikipedia
Στέλιος Καζαντζίδης
Ο Στέλιος Καζαντζίδης Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία Αττικής και ήταν γιος του Χαράλαμπου Καζαντζίδη με καταγωγή από τα Κοτύωρα (σημ. Ορντού) του Πόντου και της Γεσθημανής (Χατζίδαινας) με καταγωγή από την Αλάγια της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του υπήρξε χτίστης στο επάγγελμα και στα χρόνια της κατοχής οργανώθηκε στις τάξεις του ΕΛΑΣ και δούλεψε για την Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ). Στα χρόνια του εμφυλίου δολοφονήθηκε από παρακρατικούς αντικομμουνιστές.
Ο έφηβος Καζαντζίδης (13 ετών) αναγκάστηκε να εργαστεί σε διάφορες δουλειές. Ο πρώτος άνθρωπος που εκτίμησε τη φωνή του ήταν κάποιο αφεντικό του, που καθώς τον άκουσε την ώρα της δουλειάς, του χάρισε μια κιθάρα. Δάσκαλος του Καζαντζίδη υπήρξε ο Στέλιος Χρυσίνης, ένας τυφλός συνθέτης. Στα 1952, ο Καζαντζίδης κάνει το δισκογραφικό ντεμπούτο του με ένα τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα. Το τραγούδι αυτό έφερε τον τίτλο “Για μπάνιο πάω”. Ήταν ένα τραγούδι γραμμένο για τον καύσωνα που επικρατούσε εκείνο το καλοκαίρι στην πρωτεύουσα. Ο δίσκος δεν πούλησε γιατί μιμήθηκε τη φωνή του Πρόδρομου Τσαουσάκη και η καριέρα του Στέλιου Καζαντζίδη θα έσβηνε πριν καλά καλά αρχίσει. Αυτός που αντιλήφθηκε τις δυνατότητες της φωνής του Καζαντζίδη ήταν ο συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου. Το τραγούδι του Οι βαλίτσες γίνεται μεγάλη επιτυχία και το φαινόμενο Καζαντζίδης αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Τον Οκτώβρη του 1965, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα και Μανώλης Αγγελόπουλος προετοιμάζουν συναυλίες, που τελικά δεν θα πραγματοποιηθούν, αφού λίγους μήνες αργότερα ο Καζαντζίδης πήρε τη μεγάλη απόφαση να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις σε κέντρα. Αιτία είναι η αποστροφή του για την κατάσταση που επικρατούσε στα νυχτερινά κέντρα. Χαρακτηριστικά η Μαρινέλλα αναφέρει πως μόνο στο μαγαζί που ο Καζαντζίδης δούλευε απαγορευόταν (από τον ίδιο φυσικά) οι τραγουδίστριες να κάθονται στα τραπέζια των εύρωστων οικονομικά πελατών. Η αποχώρηση του Καζαντζίδη από το πάλκο, «…αποτελεί την πιο δραματική μορφή σιωπηλής διαμαρτυρίας απέναντι σε ένα αμείλικτο σύστημα διαπλοκής από νεόπλουτους θαμώνες, αφεντικά της δισκογραφίας και μπράβους της νύχτας…». Μετά τη μεταπολίτευση κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Στην Ανατολή», σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Περιελάμβανε σπουδαία τραγούδια, όπως τα: «Άπονες Εξουσίες», «Και δεν μίλησε κανείς», «Στην Ανατολή», που όμως δεν ακούστηκαν όσο θα έπρεπε. Το 1975 ήρθε το «Υπάρχω», σε συνεργασία με τους Νικολόπουλο και Πυθαγόρα και το Γιώργο Νταλάρα να σιγοντάρει. Στην πιο μεστή και δυνατή δισκογραφική στιγμή της καριέρας του ο Καζαντζίδης αποσύρεται και από τις ηχογραφήσεις. Η κόντρα του με τη Μίνως έλαβε πανελλήνιες διαστάσεις. Εν τέλει, το 1987, με ειδική νομοθετική ρύθμιση έμεινε ελεύθερος με την ΜΙΝΟΣ. Ο επόμενος δίσκος -στην «ΜΙΝΟΣ»- με τίτλο «Στον δρόμο της Επιστροφής», ξεπερνά σε πωλήσεις -μόνο στην ελληνική αγορά- τις 400.000 χιλιάδες. Στα 1969 αποφασίζει να αποσυρθεί για περίπου δύο χρόνια από τη δισκογραφία. Τότε είναι που κάνει και την προσπάθεια να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία, την “STANDAR” αλλά τα κατεστημένα συμφέροντα και η λογοκρισία στα χρόνια της Χούντας των Συνταγματαρχών δεν τον αφήνουν. Την ίδια μοίρα είχαν και οι όποιες άλλες επιχειρηματικές κινήσεις, όπως η εκτροφή βατράχων, το ούζο “Υπάρχω” που κυκλοφόρησε αργότερα κτλ. Στα τέλη του 1975 έρχεται ο δίσκος “Υπάρχω”. Χρήστος Νικολόπουλος και Πυθαγόρας υπογράφουν την αποχώρηση του Στέλιου από τη δισκογραφία για δώδεκα χρόνια. Το 1988 απεβίωσε η μητέρα του, Γεσθημανή. Ακολουθεί ο δίσκος “Ελεύθερος” στην Polygram. Οι δίσκοι του γίνονται χρυσοί και πλατινένιοι κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, τραγούδησε δημιουργίες μεγάλων συνθετών (Μάνος Χατζιδάκις, Άκης Πάνου, Γιάννης Παλαιολόγου, Απόστολος Καλδάρας, Μανώλης Χιώτης, Μίκης Θεοδωράκης, Θοδωρής Δερβενιώτης, Νάκης Πετρίδης, Χρήστος Λεοντής, Τάκης Σούκας, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Μπάμπης Μπακάλης, Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Μητσάκης, Βασίλης Τσιτσάνης, Σταύρος Ξαρχάκος, Μάνος Λοΐζος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Ζαμπέτας κ.ά.) και στιχουργών (Κώστας Βίρβος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Τάσος Λειβαδίτης, Δημήτρης Χριστοδούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Πυθαγόρας, Σώτια Τσώτου, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Ευάγγελος Ατραΐδης, Βάντα Κουτσοκώστα, Νίκος Λούκας, Λευτέρης Χαψιάδης, Χαράλαμπος Βασιλειάδης κ.α.) Το 1982 παντρεύτηκε με τη Βάσω Κατσαβού. Απεβίωσε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, σε ηλικία 70 ετών, μετά από πολύχρονη αντιμετώπιση του καρκίνου. Η ταφή του έγινε στο Νεκροταφείο της Ελευσίνας, πλάι στον τάφο της μητέρας του Γεσθημανής, όπως το επιθυμούσε ο ίδιος, ενώ η κηδεία του εξελίχθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, πολλών χιλιάδων θαυμαστών του.
Πηγή:wikipedia
Μανώλης Αγγελόπουλος
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1939 στην Καβάλα (ή στη Δράμα σύμφωνα με άλλες δηλώσεις του), αλλά έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω. Ήταν το πρώτο παιδί της μητέρας του Ερασμίας που τον γέννησε σε ηλικία 20 χρονών, και του πατέρα του, Ηλιακού Αγγελόπουλου. Είχε έναν μικρότερο αδελφό, τον Λεύτερη. Από παιδί γύρισε όλη την Ελλάδα μέσα σε ένα τροχόσπιτο. Ο γονείς του ήταν Αθίγγανοι. Ο μικρός Μανώλης τραγούδαγε στο μεγάφωνο του αυτοκινήτου πουλώντας την πραμάτεια, επειδή οι γονείς του ήταν πλανόδιοι πωλητές. Λόγω του χαμού του πατέρα του, σε ηλικία 13 ετών, προσπάθησε να βοηθήσει την οικογένειά του δουλεύοντας σε διάφορα κέντρα διασκέδασης κοντά στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας και στα Πετράλωνα, όπου έμενε με την οικογένειά του.
Με την προτροπή του εξαδέλφου του Ανέστου Αθανασίου, που έπαιζε μπουζούκι στην ορχήστρα του Στέλιου Καζαντζίδη και την ενθάρρυνση του λαϊκού συνθέτη Θεόδωρου Δερβενιώτη, αποφάσισε στα 17 του να ασχοληθεί επαγγελματικά με του τραγούδι. Στα τέλη του 1956 άρχισε τις εμφανίσεις σε λαϊκό κέντρο του Χαϊδαρίου, δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή και τη Σωτηρία Μπέλλου. Την ίδια περίοδο ηχογράφησε το πρώτο του δισκάκι με το τραγούδι του Τόλη Εσδρά «Τρέξε στα τσαντίρια μάνα», που πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Ακολούθησε η πρώτη ηχογράφηση το 1957. Στις αρχές του 1958 ήλθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία, που του άνοιξε τον δρόμο προς την κορυφή. Ήταν το τραγούδι του Στράτου Ατταλίδη «Μαγκάλα», που ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 100.000 κομμάτια και αποτέλεσε το αντίπαλο δέος της «Μαντουμπάλας» του Στέλιου Καζαντζίδη. Κατά τη δεκαετία του ’60 έγινε ευρύτερα γνωστός καθώς τραγουδούσε τραγούδια για τον προσφυγικό ελληνισμό και τα εξωτικά μέρη. Η μουσική του έχει επιδράσεις από την ελληνική λαϊκή και την αραβική μουσική, ενώ ήταν κυρίως εκφραστής των τσιφτετέλι. Συνεργάστηκε με πολλούς σημαντικούς δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Μανώλης Χιώτης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιώργος Μητσάκης και άλλους και κυκλοφόρησε πολλούς δίσκους που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Ανάμεσα στις μεγαλύτερες επιτυχίες του είναι τα τραγούδια «Τα μαύρα μάτια σου», «Όσο αξίζεις εσύ», «Καλή τύχη», «Η διπρόσωπη», «Πήρε φωτιά η Καλαμαριά» ,«Τα φιλιά σου είναι φωτιά», «Φοβάμαι να γελάσω», «Δεν υπάρχει για μας χωρισμός», «Τη βαρέθηκε η ψυχή μου», «Μολυβιά», «Ριχ΄ τε στο γυαλί φαρμάκι», «Ανέβα στο τραπέζι μου», «Μαγκάλα», «Με τι καρδιά». Στο ενεργητικό του είχε δεκάδες εμφανίσεις σε κινηματογραφικές ταινίες και επιθεωρήσεις, ενώ πραγματοποίησε πολλές συναυλίες στο εξωτερικό, όπου υπήρχαν Έλληνες μετανάστες: Αμερική, Καναδάς, Αυστραλία, Δυτική Γερμανία και Βέλγιο. Στις 19 και 20 Ιουνίου του 1983 ήρθε η καταξίωση με τις δύο συναυλίες του στο Θέατρο του Λυκαβηττού, όπου δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο. Η συναυλία και η μετάδοση της συναυλίας του από την ΕΡΤ δέχτηκαν και επικριτικά σχόλια για το είδος της μουσικής, αλλά και ο ίδιος ο Αγγελόπουλος εξ αιτίας της καταγωγής του. Επίσης, ο Μανώλης Αγγελόπουλος μιλούσε άπταιστα 5 Γλώσσες Σιντι, Ελληνικά, Αγγλικά, Γερμανικά και Γαλλικά. Ο Μανώλης Αγγελόπουλος πέθανε ξαφνικά στις 2 Απριλίου του 1989 σε νοσοκομείο του Λονδίνου, μία εβδομάδα προτού συμπληρώσει τα 50 του χρόνια, εξαιτίας επιπλοκών από εγχείριση καρδιάς (τριπλό μπάι-πας), στην οποία είχε υποβληθεί στις 14 Ιανουαρίου. Στην κηδεία του βρέθηκε αρκετός κόσμος, προκειμένου να αποχαιρετήσει τον αποκαλούμενο βασιλιά των τσιγγάνων. Ήταν νυμφευμένος με την τραγουδίστρια Κωνσταντίνα, ενώ από τον πρώτο του γάμο, ο οποίος κράτησε δέκα χρόνια, με την επίσης τραγουδίστρια Αννούλα Βασιλείου είχε αποκτήσει τρία παιδιά, τη Μαρία (βαφτισιμιά του Στέλιου Καζαντζίδη), τον Ηλία και τον Στάθη Αγγελόπουλο, γνωστό λαϊκό τραγουδιστή.
Πηγή:wikipedia
Copyright ©2020. Radio zimia